ξήρανση

ξήρανση
Διαδικασία με την οποία απομακρύνονται μικρές ποσότητες νερού ή πτητικοί διαλύτες από ορισμένες στερεές ουσίες. Η ξ. διαφέρει από την εξάτμιση-συμπύκνωση, γιατί, στην τελευταία μέθοδο, το περιεχόμενο νερό απομακρύνεται με βρασμό των διαλυμάτων, ενώ στην ξ. μικρές ποσότητες νερού απομακρύνονται από τις υπό κατεργασία στερεές ουσίες και σε χαμηλότερες θερμοκρασίες από τις θερμοκρασίες της εξάτμισης· οι ποσότητες του νερού που απομακρύνονται κατά την ξ. αναμειγνύονται γενικά με τον περιβάλλοντα αέρα ή με θερμά αέρια ή με καυσαέρια. Όπου αυτό είναι δυνατό, η ξ. πραγματοποιείται με έκθεση του υλικού σε ανοιχτό χώρο και σε αραιές στιβάδες, έτσι ώστε με την πάροδο του χρόνου, την επίδραση των ηλιακών ακτίνων και το φυσικό αερισμό να ελαττώνεται η περιεκτικότητα του νερού στο εκτιθέμενο υλικό. Γενικότερα όμως καταφεύγουμε στα μέσα ξ., τους ξηραντήρες. Στη φωτογραφία, ξήρανση βακαλάου στην Ισλανδία: ο τύπος αυτός ξήρανσης δεν απαιτεί κανένα βιομηχανικό εξοπλισμό. Το τελευταίο τμήμα ενός ξηραντήρα υφασμάτων: η υφαντουργική βιομηχανία χρησιμοποιεί ξηραντήρες συνεχούς λειτουργίας με μεταλλικές ταινίες.
* * *
η (Α ξήρανσις) [ξηραίνω]
η απώλεια ή η αφαίρεση τής υγρασίας, αποξήρανση, στέγνωμα
νεοελλ.
(τεχνολ.-χημ.) κατεργασία η οποία αποβλέπει στην ολική ή μερική αφαίρεση της περιεχόμενης σε ένα σώμα υγρασίας με μηχανικές, φυσικές ή χημικές μεθόδους ή στην απομάκρυνση τών πτητικών συστατικών από ένα παρασκεύασμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξήρανση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξηραίνω, απώλεια υγρασίας, στέγνωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξηραντήρες — Συσκευές στις οποίες γίνεται η ξήρανση των στερεών ουσιών. Η αρχή της λειτουργίας τους συνίσταται στην επαφή του υλικού με θερμό αέρα, σε θερμοκρασία λιγότερο ή περισσότερο υψηλή, και στη διοχέτευση, στο εσωτερικό της συσκευής, του θερμού ακόμα… …   Dictionary of Greek

  • διατήρηση ή συντήρηση — Σύνολο ενεργειών που αποβλέπουν στη δ., για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιοτήτων των ουσιών που αλλοιώνονται εύκολα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δ. τροφίμων, η οποία επιτρέπει τη χρήση αλλοιώσιμων ειδών σε διάφορους χρόνους και σε τόπους μακριά από… …   Dictionary of Greek

  • ζυμαρικά — Παρασκευάσματα από σιμιγδάλι, σκληρά σιτηρά και νερό, τα οποία κόβονται σε διάφορα σχήματα και συνήθως ξεραίνονται προτού μαγειρευτούν σε βραστό νερό. Τα ζ. ήταν γνωστά από την αρχαιότητα. Οι Αιγύπτιοι και οι Κινέζοι τους έδιναν σχήμα μακριών και …   Dictionary of Greek

  • ξηρασία — και ξερασία, η (ΑΜ ξηρασία, Α ιων. τ. ξηρασίη) νεοελλ. μσν. ανομβρία νεοελλ. 1. (μετεωρ.) έλλειψη επαρκών βροχοπτώσεων για παρατεταμένη χρονική περίοδο η οποία προκαλεί σοβαρή διαταραχή στον υδρολογικό κύκλο και στο ισοζύγιο τών υδάτων, με… …   Dictionary of Greek

  • βυρσοδεψία — Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες που κάνουν άσηπτα και αδιάβροχα τα δέρματα των ζώων. Η χρήση των δερμάτων για προστατευτικά καλύμματα και ενδύματα έχει τις ρίζες της στους προϊστορικούς χρόνους. Πολυάριθμες ενδείξεις παρουσιάζουν ως… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • λυοφιλίωση ή λυοφίλιση — Μέθοδος ξήρανσης, η οποία βασίζεται στην εξάτμιση του νερού σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες και εφαρμόζεται στην επεξεργασία ουσιών που διασπώνται ή αλλοιώνονται εύκολα με τη θέρμανση. Ο όρος λ. προέρχεται από το γεγονός ότι οι ουσίες που… …   Dictionary of Greek

  • σελοφάν — Εμπορική ονομασία μιας συνθετικής ρητίνης, η οποία παράγεται από την κυτταρίνη δι’ αντίδρασης με θειούχο άνθρακα σε βασικό περιβάλλον (μέθοδος βισκόζης). Η βισκόζη, αφού πλυθεί, υφίσταται λεύκανση και ακολούθως ο πολτός υφίσταται επεξεργασία σε… …   Dictionary of Greek

  • αθηρωματώδης — ες [αθήρωμα] 1. ο σχετικός με το αθήρωμα, αυτός που χαρακτηρίζεται από αθήρωμα 2. φρ. «αθηρωματώδης κύστη» Ιατρ. κύστη από κατακράτηση σμήγματος (τού λιπαρού υλικού που προστατεύει το δέρμα από την ξήρανση), λόγω αποφράξεως τού εκφορητικού πόρου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”